- συναφικνούμαι
- -έομαι, ΜΑφθάνω κάπου μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀφικνοῦμαι «φθάνω, έρχομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ικνούμαι — ἱκνοῡμαι, έομαι (Α) 1. έρχομαι, φθάνω σε κάτι 2. έρχομαι στο σπίτι κάποιου 3. (για ψυχικές καταστάσεις) καταλαμβάνω, κυριεύω 4. έρχομαι σε κάποιον ως ικέτης, ικετεύω 5. απρόσ. ἱκνεῑται αρμόζει, πρέπει 6. (η μτχ. ουδ. ενεστ. ως επίθ.) ἱκνούμενον… … Dictionary of Greek